- προσμεταπέμπομαι
- Α1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.