προσμεταπέμπομαι

προσμεταπέμπομαι
Α
1. ζητώ κάτι από κάποιον με απεσταλμένους
2. στέλνω και προσκαλώ κάποιον ακόμη
3. (σχετικά με επίδικες υποθέσεις) επιδίδω υπόμνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + μεταπέμπομαι «παραγγέλλω να μού φέρουν κάτι, στέλνω και προσκαλώ κάποιον»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσμεταπεμψαμένοις — προσμεταπέμπομαι send for aor part mid masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμεταπεμψάμενοι — προσμεταπέμπομαι send for aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμεταπεμψάμενος — προσμεταπέμπομαι send for aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμεταπέμπωνται — προσμεταπέμπομαι send for pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμετεπέμπετο — προσμεταπέμπομαι send for imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμετεπέμψαντο — προσμεταπέμπομαι send for aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”